ἀντιλάζυμαι
English (LSJ)
v. ἀντιλάζομαι.
German (Pape)
[Seite 254] dasselbe. ἀντιλάζυται Eur. Suppl. 375; I. A. 1109; ἀντελάζυτ' Med. 1216; ἀντιλάζυσθαι Or. 752; Theag. Stob. Floril. 1, 67.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλάζυμαι:
1) получать взамен (τί τινος Eur.);
2) приходить на помощь (πόνων τινός Eur.);
3) Eur. = ἀντιλάζομαι.