πεσσευτής

Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Att. πεττευτής, οῦ, ὁ, (πεσσεύω) draught-player, Pl.Plt.292e; applied to Divine Providence, Id.Lg.903d.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, der mit den Steinen im Brett Spielende, Plat. Polit. 292 e; auch von der Alles anordnenden u. setzenden Gottheit, Legg. X, 903 d; Pol. 1, 84, 7 sagt συγκλείων πολλοὺς ὥςπερ ἀγαθὸς πεττευτής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui joue au trictrac;
2 p. ext. qui dispose et combine toutes choses en parl. de la divinité.
Étymologie: πεσσεύω.

Russian (Dvoretsky)

πεσσευτής: атт. πεττευτής, οῦ ὁ игрок в шашки Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσευτής: -οῦ, ὁ, (πεσσεύω) ὁ παίζων τοὺς πεσσούς, Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε· λέγεται περὶ τῆς Θείας προνοίας, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903D.

Greek Monolingual

και πεττευτής, ὁ, Α πεσσεύω
αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.

Greek Monotonic

πεσσευτής: -οῦ, ὁ (πεσσεύω), παίχτης επιτραπέζιου παιχνιδιού με πεσσούς, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πεσσευτής, οῦ, ὁ, πεσσεύω
a draught-player, Plat.

English (Woodhouse)

draught-player