γραμματικεύομαι

Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

Dep., to be a grammarian, AP9.169 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 504] dep. med., Grammatiker sein, die γράμματα lehren, Pallad. 41 (IX, 169).

French (Bailly abrégé)

s'occuper de grammaire ou de littérature.
Étymologie: γραμματικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματικεύομαι γραμματικός grammaticus zijn.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτικεύομαι: изучать литературу, быть грамматиком Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτικεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γραμματικός, Ἀνθ. Π. 9. 169.

Greek Monotonic

γραμμᾰτικεύομαι: αποθ., είμαι γραμματικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

Dep. to be a grammarian, Anth.