καταμήνια
Greek Monolingual
τα
βλ. καταμήνιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.
τα
βλ. καταμήνιος.
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.