ἀξύστατος

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, v. sub ἀσύστατος.

Spanish (DGE)

v. ἀσύστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀξύστατος: староатт. = ἀσύστατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξύστατος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀσύστατος.

Greek Monotonic

ἀξύστατος: -ον, βλ. ἀ-σύστατος.

Middle Liddell

[v. ἀσύστατος

German (Pape)

ἀσύστατος.