v. ὠφέλεια.
ας (ἡ) :v. ὠφέλεια.
ὠφελία: ион. ὠφελίη ἡ = ὠφέλεια.
ὠφελία: ἴδε ὠφέλεια.
ὠφελία: Ιων. -ίη, βλ. ὠφέλεια.
ἡ, = ὠφέλεια; ion. ὠφελίη, Her. 5.98, 7.139 und sp.D., wie Alph. 2 (VI.187).