διαπρίζω
English (LSJ)
= -πρίω, Paul.Aeg.6.18:—Pass., Sor.1.80; cf. διαπρίζει· διαπερᾷ, Hsch.
Spanish (DGE)
1 serrar τὸ πρὸς τῇ κόρῃ μέρος αὐτοῦ ὥσπερ διαπρίζοντες ὑποδείρωμεν Paul.Aeg.6.18, ξύλα Chrys.M.55.196
•en v. pas. sufrir un corte διαπριζομένου τοῦ σώματος Sor.58.19, cf. D.S.4.76.
2 perforar Hsch.