v. θηλαμών.
ῆς (ἡ) :nourrice.Étymologie: θηλή.
θηλονή: ἡ кормилица Plut.
θηλονή: ἴδε ἐν λ. θηλαμών.
θηλονή, ἡ (Α)η τροφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. Μάλλον όμως πρόκειται για εσφ. τ.].