διαβρεχής

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, wet through, soaked, Luc. Trag.304.

Spanish (DGE)

-ές
mojado, empapado Κενταύρου πέπλος Luc.Trag.304 (cód.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
imprégné, trempé.
Étymologie: διαβρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

διαβρεχής: -ές, ὁ ὅλως βεβρεγμένος, κάθυγρος, “μουσκευμένος”, Λουκ. Τραγ. 304.

Russian (Dvoretsky)

διαβρεχής: промокший, пропитанный (δ. ἰχῶρι πέπλος Luc.).

German (Pape)

ές, durchnäßt, Luc. Tragod. 303.