τενεκεδένιος
Greek Monolingual
και ντενεκεδένιος, -α, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ- του πληθ. τενεκέδες + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μολυβ-ένιος)].
και ντενεκεδένιος, -α, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ- του πληθ. τενεκέδες + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μολυβ-ένιος)].