Hundertjährige
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Translations
centenarian
Chinese Mandarin: 人瑞; Czech: stoletý, stoletá; Dutch: honderdjarige; Finnish: satavuotias; French: centenaire; German: Hundertjährige, Hundertjähriger; Greek: εκατονταετής, εκατόχρονη, εκατοντούτις, εκατοντάχρονη, εκατοχρονίτισσα, αιωνόβια, εκατό χρονών, εκατό ετών, ετών εκατό, κορακοζώητη; Ancient Greek: ἑκατονταέτις; Hungarian: százéves; Japanese: センテナリアン, 百寿; Norwegian Bokmål: hundreåring; Nynorsk: hundreåring; Polish: stulatek, stulatka; Russian: долгожительница; Serbo-Spanish: centenario; Tagalog: sasandaanin