astrólogo
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Spanish > Greek
ἀστρόμαντις, ἀποτελεσματολόγος, γαζαρηνός, ἀστρολόγος, γενεσιαλόγος, γενεθλιαλόγος, ἀστρονόμος, γενεθλιακός