φοβήτωρ

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek (Liddell-Scott)

φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτή-τωρ, φρουρή-τωρ)].