ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑαυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συν-εξούσιος)].