-ές, Μ(για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά του Αδάμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο-φυής, πετρο-φυής].