ολιγοβαρής
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)
αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].