πολυδόνητος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο-δόνητος].