σαρκόφρων

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ φρονῶν τὰ τῆς σαρκὸς (τῆς ὕλης), Βυζαντ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το σώμα, την υλική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ανδρό-φρων].