Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
σαρκόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ φρονῶν τὰ τῆς σαρκὸς (τῆς ὕλης), Βυζαντ.
-ον, Μ
αυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το σώμα, την υλική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ανδρό-φρων].