φλοιόρριζος

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, having roots covered with coats of rind: τὰ φ. bulbous plants, Thphr. Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλοιόρριζα
τα βολβόρριζα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος].

German (Pape)

mit rindenartiger Wurzel; τὰ φλοιόρριζα, die Bollengewächse, deren Wurzeln aus mehreren über einander liegenden Häuten, Schalen bestehen, Theophr.