Ζακύνθιος

From LSJ
Revision as of 21:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ζακύνθια
ο κάτοικος της Ζακύνθου ή αυτός που κατάγεται από τη Ζάκυνθο.

Russian (Dvoretsky)

Ζᾰκύνθιος: II ὁ житель Закинфа Her., Arph.
закинфский Her.