Ζακύνθιος
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ζακύνθια
ο κάτοικος της Ζακύνθου ή αυτός που κατάγεται από τη Ζάκυνθο.
Russian (Dvoretsky)
Ζᾰκύνθιος: II ὁ житель Закинфа Her., Arph.
закинфский Her.