παιδιακήσιος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια»)
2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»).
επίρρ...
παιδιακήσια
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)].