πειραχτήριο
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι
(ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τους εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειράζω + επίθημα -τήριο(ν) / -τήρι (πρβλ. τρυπη-τήρι)].