πειραχτήριο

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι
(ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που του αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τους εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειράζω + επίθημα -τήριο(ν) / -τήρι (πρβλ. τρυπη-τήρι)].