ταβερνιάρης
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
ο, θηλ. ταβερνιάρισσα, Ν
ιδιοκτήτης ταβέρνας, κάπελας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματ-ιάρης)].