Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
ο, Νμικρός λεπτός υμένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος)].