Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
-ον, Α
αυτός που ρίχνει κεραυνούς από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κεραυνός (πρβλ. ἀρχι-κέραυνος)].