ολβιόθυμος
Greek Monolingual
ὀλβιόθυμος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].
ὀλβιόθυμος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].