οχτάφωνος

Revision as of 13:35, 19 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

και οχτάφωνος, -η, -ο
(για μουσική κλίμακα) αυτός που έχει οκτώ φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + -φωνος (< φωνή)].