τετραευαγγέλιο
From LSJ
Greek Monolingual
και τετραβάγγελο και τετραβγάγγελο, το, Ν
βιβλίο που περιέχει ολόκληρα τα τέσσερα ευαγγέλια (α. «εικόνισμα ίσον κατά το σχήμα με τετραβάγγελον του κόρφου», Παπαδ.
β. «ἀναγινώσκεται δὲ καὶ τὸ τετραευαγγέλιον τῇ δευτέρᾳ, τῇ τρίτῃ καὶ τῇ τετάρτῃ», Τυπικόν Αγ. Σάβ.
γ. «τετραευάγγελον λιτόγραφον, ἔχον σταυροὺς δύο μετά γραμματίων οκτώ», Σάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ευαγγέλιο].