ἀνένεικα
English (LSJ)
Ion. aor. Act. of ἀναφέρω.
German (Pape)
[Seite 223] Od. 11, 625, ἀνενείκατο Il. 19, 314, ἀνενειχθείς Her. 1, 116, ion. ep. aor. zu ἀναφέρω.
French (Bailly abrégé)
pf. Act. ion. de ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνένεικα: ион. aor. к ἀναφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνένεικα: Ἰων. ἐνεργ. ἀόρ. τοῦ ἀναφέρω.
Greek Monotonic
ἀνένεικα: -ενεικάμην, -ενείχθην, Ιων. αόρ. αʹ Ενεργ. Μέσ. και Παθ. του ἀνα-φέρω.