μεγεθοποιέω
English (LSJ)
A increase, μῆκος, πᾶσαν διάστασιν, S.E.M.7.108; τὴν ὀδύνην Aët.7.7. II invest with sublimity, τὰ λεγόμενα Longin.40.1.
German (Pape)
[Seite 110] groß machen, vergrößern; S. Emp. adv. math. 7, 108; Longin. 40, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μεγεθοποιέω: ποιῶ μέγα, μεγαλοποιῶ, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 108.
Russian (Dvoretsky)
μεγεθοποιέω: делать большим, увеличивать (πᾶσαν διάστασιν Sext.).