νωθρότης

Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ητος, ἡ, = νωθρεία, Hp.Prorrh.1.13,70, Arist.Rh.1390b30; ἡ ἐκ τοῦ γήρως νωθρότης LXX 3 Ma.4.5: pl., Gal.8.161.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωθρός.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρότης: -ητος, ἡ, χαυνότης, βραδύτης, Ἱππ. 68C, 72F, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.

Russian (Dvoretsky)

νωθρότης: ητος ἠ лень, вялость (νωθρότης καὶ ἀβελτερία Arst., Plut.).

German (Pape)

ητος, ἡ, Trägheit, Langsamkeit, Faulheit; καὶ ἀβελτερία, Arist. rhet. 2.17.2; Sp., wie Plut.