διακαλέομαι
English (LSJ)
urge on from all quarters, κυνορτικὸν σύριγμα δ. by means of... S.Ichn.167.
Spanish (DGE)
1 llamar, excitar (σε) κυνορτικὸν σύριγμα διακαλούμενος llamándo(te) con un silbido que excita a los perros S.Fr.314.173.
2 en sent. pas. ser denominado, ser llamado τὰ ὑπαγκώνια διακαλούμενα Gal.18(2).503
•ser llamado, ser proclamado τὴν πρώτην τῆς ἑβδομάδος ἡμέραν, ἁγίαν ἔφη διακεκλῆσθαι δεῖν Cyr.Al.M.68.1076D, cf. Inc.Unigen.704d, εἰς τὸ μόλις ὑπάρξαι διακεκλῆσθαι τότε ὅτε (creen) que es llamado apenas a la existencia en el momento en que ... Cyr.Al.Inc.Unigen.679b.