στεγῖτις

Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (στέγος IV) prostitute, Poll.7.201, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στεγῖτις: -ιδος, ἡ, (στέγος IV) πόρνη, Πολυδ. Ζ΄, 201, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος «πορνείο» + επίθημα -ῖτις].

German (Pape)

fem. zu στεγίτης; = πόρνη, Hesych.