ιδος, ἡ, (στέγος IV) prostitute, Poll.7.201, Hsch.
στεγῖτις: -ιδος, ἡ, (στέγος IV) πόρνη, Πολυδ. Ζ΄, 201, Ἡσύχ.
-ίτιδος, ἡ, Απόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος «πορνείο» + επίθημα -ῖτις].
fem. zu στεγίτης; = πόρνη, Hesych.