Νειλόρυτος

Revision as of 12:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (ῥέω) watered by the Nile, προβολή AP9.350 (Leon. Alex.).

Russian (Dvoretsky)

Νειλόρῠτος: орошаемый Нилом (προβολή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλόρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.

Greek Monotonic

Νειλόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

Νειλό-ρῠτος, ον [ῥέω]
watered by the Nile, Anth.