ἀναμορφόω

Revision as of 16:25, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

transform, εἴς τι Philostr.Jun.Im.4.

Spanish (DGE)

1 c. ac. compl. dir. y εἰς transformar ἐς βούκερων ἀναμορφώσας ἑαυτὸν ὁ ποταμός Philostr.Iun.Im.4.3, εἰκόνα ... εἰς κάλλους Anast.Ant.Serm.M.89.1385A.
2 c. ac. compl. dir. conformar de nuevo (ψυχήν) τὸ Πνεῦμα δι' ὕδατος Gr.Naz.M.35.773C, (εἰκόνα) χρώμασιν Procl.CP Annunt.M.85.432B
en v. pas. διὰ Χριστοῦ ἀναμορφούμεθα Ammon.Io.M.85.1409B.

German (Pape)

[Seite 198] umgestalten, Sp., wie Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμορφόω: ἀναμορφώνω, σχηματίζω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, Ἐκκλ. 2) μεταμορφώνω, εἴς τι φιλόστ. 869.