= γελάω, AP7.621.
reir convulsivamente, AP 7.621.
[Seite 479] = γελάω, partic. Ep. ad. 643 (VII, 621).
γελάσκω: Anth. = γελάω.
γελάσκω: γελάω, Ἀνθ. II. 7. 621.
γελάσκω: = γελάω, σε Ανθ.
= γελάω, Anth.]