ἀποκεντέω
English (LSJ)
pierce through, Hp.Ulc.25, LXX Nu.25.8, al., D.L. 9.26.
Spanish (DGE)
atravesar, pinchar αὐτὸν τὸν κιρσόν Hp.Vlc.25, ἀμφοτέρους (τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν γυναῖκα) LXX Nu.25.8, cf. 1Re.31.4
•obs. clavar a una mujer τὰ ὀπίσω Procop.Arc.9.23.
German (Pape)
[Seite 306] durchstechen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεντέω: διατρυπῶ, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κε΄, 8, κ. ἀλλ.), πρβλ. Διογ. Λ. 9. 26: ― ἀποκέντησις, εως, ἡ, Ἑβδ. (Ὠσ. η΄, 13).
Russian (Dvoretsky)
ἀποκεντέω: пронзать, прокалывать Diog. L.