σύρρευσις

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, flowing together, conflux, Arist.HA551b28, Corn. ND30; the form σύρρῠσις in Plb.9.43.5, D.S.1.39, D.H.Comp.16, etc.

German (Pape)

ἡ, das Zusammenfließen, der Zusammenfluß, Arist. H.A. 5.19.

Russian (Dvoretsky)

σύρρευσις: εως ἡ стечение, слияние Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σύρρευσις: ἡ, τὸ συρρέειν, συρροή, τὸ ὁμοῦ χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται σύρρυσις παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.

Greek Monolingual

-εύσεως, και σύρρυσις, -ύσεως, ἡ, Α συρρέω
συρροήὅπου ἄν σύρρευσις γένηται ὕδατος», Αριστοτ.).