τραχεΐτιδα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
και τραχειίτιδα και τραχείτιδα, η, Ν
ιατρ. φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και πάντοτε σχεδόν σε συνδυασμό με ρινίτιδα, λαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ., γαλλ. tracheite (< τραχεία + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα)].
Translations
tracheitis
Catalan: traqueïtis; Czech: tracheitida; Esperanto: trakeito; French: trachéite; Greek: τραχεΐτιδα, τραχειίτιδα, τραχείτιδα; Ancient Greek: κατασταγμός ἀρτηρίας; Hungarian: légcsőhurut, légcsőgyulladás; Ido: trakeito; Italian: tracheite; Persian: تراکئیت; Portuguese: traqueíte; Spanish: traqueítis; Turkish: trakeit; Vietnamese: viêm khí quản