κολιέ
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Greek Monolingual
το
κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. collier < λατ. collarium < collare < collum «λαιμός»].