αιδοίος

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

αἰδοῑος, -α, -ον (Α)
1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός
2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας
3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος
4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός
5. Αἰδοῖος Ζεύς, ο Δίας ως θεός του ελέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰδόσ-ιος < αἰδώς.
ΠΑΡ. αιδοίο].