κρικούμαι

Revision as of 16:10, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ")

Greek Monolingual

κρικοῦμαι, -όομαι (Α) κρίκος
ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.).