Κενταύρειος

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, of Centaurs, γένος E.IA706; αἷμα Luc.Peregr. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de centaure.
Étymologie: Κένταυρος.

German (Pape)

Adj. kentaurisch (Κένταυρος), γένος Eur. I.A. 706, αἷμα Luc. Peregrin. 25.

Russian (Dvoretsky)

Κενταύρειος: кентавров (γένος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

Κενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοὺς Κενταύρους, γένος Εὐρ. Ι. Α. 706.

Greek Monotonic

Κενταύρειος: -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ.

Middle Liddell

Κενταύρειος, η, ον
Centaurian, of Centaurs, Eur.

English (Woodhouse)

of a Centaur