καθοσιόομαι

Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Greek Monotonic

καθοσιόομαι:1. Μέσ., αφιερώνομαι, θεῷ, σε Ευρ. — Παθ., καθωσιώθη, σε Αριστοφ.
2. κ. πόλιν καθορμοῖς, να την εξαγνίσει, σε Πλούτ.

Middle Liddell


1. Mid. to dedicate, θεῷ Eur.:—Pass., καθωσιώθη Ar.
2. κ. πόλιν καθαρμοῖς to purify, Plut.