συναμαρτάνω

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.

French (Bailly abrégé)

se tromper ensemble, être complice d'une faute.
Étymologie: σύν, ἁμαρτάνω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰμαρτάνω: вместе грешить или заблуждаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπράττω αμάρτημα μαζί με άλλον.