δυσδιάφυκτος
English (LSJ)
or δυσδιάφευκτος, ον, hard to escape, Suid., Hsch. (δυσδιαφύλακτον cod.).
Spanish (DGE)
δυσδιάφευκτος, -ον
• Alolema(s): δυσδιάφυκτος Eus.M.23.1229A, Cyr.Al.M.71.32A, Hdn. en Phot.Bibl.85a14
de lo que uno no puede escapar, difícil de rehuir, inevitable τέχναι Hdn. en Phot.l.c., δύναμις Eus.l.c., κόλασις Cyr.Al.Luc.1.188.1, ἔγκλημα Cyr.Al.l.c., παραπόδισμα Cyr.Al.M.68.513A, cf. M.69.1248D, Sud.
German (Pape)
[Seite 677] richtigere Lesart für δυσδιάφευκτος.