ὑπερβολικός
English (LSJ)
ή, όν,
A hyperbolical, extravagant, Plb.18.46.13; ὑ. σχήματα exaggerated attitudes, Gal.18(2).57: fem. as Subst., μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις committing no extravagance, Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. -κῶς, ὑ. ἀποφαίνεσθαι Plb.2.62.9, cf. Phld.Mus.p.72 K., Gal.17(2).209, al.; -ώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8.