άβλαβος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-η, -ο
(με ενεργ. και παθ. σημ.) ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βλάβω, μσν. τύπ. του βλάπτω.