-ίδος, ἡ, fem. of μαστροπός, Lib. Decl. 40.46 (pl.).
μαστροπίς: -ίδος, ἡ, = ἡ μαστροπός, Λιβάν. 4, 599.
μαστροπίς, -ίδος, ἡ (Α)μαστροπόςη μαστροπός.
ίδος, ἡ, bes. fem. zu μαστροπός, Liban.; vgl. Wolf Anal. 2.41.